-
1 κουκούτσι
[кукуци] ουσ. ο. зернышко, семечка, косточка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουκούτσι
-
2 косточка
-и θ.1. κοκκαλάκι.2. ζαράκι.3. χάντρα αριθμητηρίου.4. μπανέλα, μπαλαίνα.5. κουκούτσι, πυρήνας καρπού•с -ами με κουκούτσι, γιγαρτώδης•
без -чек χωρίς κουκούτσι, αγίγαρτος.
εκφρ.выходить ή пойти в -у – πιάνω ή δένω καρπό•перемывть (перемыть) -и кому – λούζω πατόκορφα κάποιον, καθυβρίζω•по -ам разобрать (разбирать) – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω. -
3 косточка
-
4 ядро
ядро с 1) ο πυρήνας; το κουκούτσι (плодов ) 2) спорт, η σφαίρα; толкание \ядроа η σφαιροβολία* * *с1) ο πυρήνας; το κουκούτσι ( плодов)2) спорт. η σφαίραтолка́ние ядра́ — η σφαιροβολία
-
5 ядро
-а, πλθ. ядра, ядер, ядрам ουδ.1. ο πυρήνας, το κουκούτσι•ядро маслины κουκούτσι ελιάς, ο ελαιοπυρήνας.
2. το εσωτερικό μέρος•ядро древесины η εντεριώνη (δέντρου)•
ореха η ψίχα του καρυδιού•
ядро атома ο πυρήνας του ατόμου.
|| (βιολ.) το κύτταρο.3. μτφ. βάση, βάθρο•ядро разведывательного отряда ο πυρήνας του ανιχνευτικού τμήματος•
ядро партийной организации ο πυρήνας της κομματικής οργάνωσης.
|| μτφ. το βασικό, το κύριο,η ουσία•ядро вопроса η ουσία του ζητήματος•
-дела η ουσία της υπόθεσης.
4. παλ. σφαιροειδές βλήμα πυροβόλου, σφαίρα.5. (αθλτ.) η σφαίρα•соревнования по толканию -а αγώνες σφαιροβολίας.
-
6 косточка
1. (плода) о πυρήνας, разг. το κουκούτσι 2. (на счётах) η χάντρα 3. (маленькая кость) το κοκκαλάκι 4. (слуховые косточки) мед. τα ωστικά οστάρια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косточка
-
7 шептала
пищ. τα οπωρικά φρούτα με κουκούτσι (βερύκοκα, ροδάκινα) αποξηραμένα στον ήλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шептала
-
8 косточка
косточк||аж1. уменыи. τό κοκκαλακι·2. (плода) τό κουκούτσι, ὁ πυρήν·3. (из китового уса) ἡ μπαλλαίνα, ἡ μπα-νέλα·4. (на счетах) ἡ χάντρα· ◊ перемывать \косточкан кому-л. разг κάνω κάποιον κουρέλι, κάνω πέντε παρόδιων. -
9 крупиика
круп||иикаж1. τό σπειρί, ὁ σπόρος, ὁ κόκκος / τό χαπάκι (лекарства)·2. перен τό κουκούτσι, ὁ κόκκος. -
10 ядро
ядр||ос1. прям., перен ὁ πυρἡν(ας)/ τό κουκούτσι (тк. плода):\ядро ореха ἡ ψύχα τοῦ καρυδιοῦ· атомное \ядро физ. ὁ πυρήνας τοῦ ἀτόμου· \ядро организации ὁ πυρήνας τής ὁργάνωσης·2. спорт. ἡ σφαίρα:толкание \ядроа ἡ σφαιροβολία·3. (пушечное) уст. τό βλήμα. -
11 косточка
[κόοτατσκα] ουσ. θ. κοκκαλάκι, κουκούτσι -
12 косточка
[κόοτατσκα] ουσ θ κοκκαλάκι, κουκούτσι -
13 вишнёвый
επ.1. του βύσσινου, της βυσσινιάς•вишнёвый сад βυσσινόκηπος•
-ая косточка κουκούτσι βύσσινου•
-ое варенье γλυκό από βύσσινο•
вишнёвый сироп σιρόπι από βύσσινο (βυσσινάδα). -ая настойка ή наливка λικέρ από βύσσινο.
2. βυσσινόχρωμος, βυσσινής. -
14 косточковый
επ.με κουκούτσι, γιγαρτώδης, πυρηνώδης. -
15 крупица
-ы θ.1. σιμιγδαλάκι.2. μικρός κόκκος, σπειράκι.3. ελάχιστη ποσότητα, κόκκος, κουκούτσι•- истины ή правды κόκκος αλήθειας.
-
16 персиковый
επ.της ροδακινιάς• του ροδάκινου•персиковый цветок λουλούδι ροδακιν ιάς•
-ая косточка κουκούτσι ροδάκ.ινου•
-ое дерево η ροδακινιά.
-
17 сливовый
επ.της δαμασκηνιάς ή του δαμάσκηνου•сливовый лист δαμασκηνόφυλλο•
-ая косточка κουκούτσι δαμάσκηνου.
|| από δαμάσκηνο•сливовый компот κομπόστα από δαμάσκηνο.
-
18 черешневый
επ.κερασένιος, της κερασιάς ή του κερασιού• από κερασιά ή από κεράσι•-ая косточка κουκούτσι κερασιού•
черешневый лист φύλλο κερασιάς•
черешневый чубук τσιμπούκί από κερασιά•
-ое варенье γλυκό από κεράσι.
-
19 ядерный
επ.1. πυρηνικός, του πυρήνα, του κουτσιού• από κουκούτσι•-ое масло το πυρηνέλαιο•
ядерный сок ο χυμός του πυρήνα.
2. (φυσ.) της διάσπασης ή από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου•-ое оружие πυρηνικό όπλο•
-ая энергия πυρηνική ενεργεία•
-ая физика πυρηνική φυσική•
ядерный реактор πυρηνικός αντιδραστήρας•
-ая зима πυρηνικός χειμώνας.
-
20 ядрышко
-а ουδ.1. πυρηνίσκος, μικρό κουκούτσι.2. ο πυρηνίσκος κυττάρου.
См. также в других словарях:
κουκούτσι — και κουκκούτσι, το (Μ κουκούτσι[ν]) 1. το σπέρμα τών πυρηνόκαρπων δέντρων και τών σταφυλιών 2. ο σκληρός πυρήνας, ο σπόρος οποιουδήποτε καρπού 3. ελάχιστη ποσότητα, μόριο, ίχνος («δεν έχει μυαλό κουκούτσι» είναι βλά κας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
κουκούτσι — το 1. το σκληρό σπέρμα των καρπών. 2. ελάχιστη ποσότητα, ίχνος: Κουκούτσι μυαλό δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακούκουτσος — η, ο [κουκούτσι] (για καρπούς) 1. αυτός που δεν έχει κουκούτσι 2. (για πουλιά) ο παχύς «κοτσύφι ακούκουτσο» 3. (για ανθρώπους) ο πάμφτωχος «είναι ακούκουτσος» … Dictionary of Greek
ενδοκάρπιο — Το εσωτερικό μέρος του περικάρπιου των καρπών, που αποτελεί τον πυρήνα (κουκούτσι). Μπορεί να είναι λεπτό και υμενώδες (όπως στον αρακά και στο φασόλι), ή παχύ και ξυλώδες (όπως το κουκούτσι του κερασιού, του δαμάσκηνου κ.ά.). * * * το το… … Dictionary of Greek
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
λιοκούκουτσο — και λιοκούκουδο, το το κουκούτσι τής ελιάς, ο ελαιοπυρήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + κουκούτσι / κούκουδο] … Dictionary of Greek
ξεκουκουτσιάζω — βγάζω το κουκούτσι από τον καρπό φυτού, ξεκουκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουκούτσι] … Dictionary of Greek
αδροπύρηνος — η, ο (για καρπούς) αυτός που έχει σκληρό, χοντρό πυρήνα, κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + πυρήνας] … Dictionary of Greek
αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek